- βαρύταται
- βαρύςheavy in weightfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρύτατ' — βαρύτατα , βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc pl βαρύτατε , βαρύς heavy in weight masc voc sg βαρύταται , βαρύς heavy in weight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)